χλωροκρουορίνη

χλωροκρουορίνη
η, Ν
(βιοχ.) χρωστική τού αίματος τών δακτυλιοσκωλήκων, που παρουσιάζει πολλές αναλογίες με την αιμοσφαιρίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. chlorocruorin < chloro- (< χλωρ[ο]-*) + cruorin, παλαιότερη αγγλ. ονομ. τής αιμοσφαιρίνης (< λατ. cruor «αίμα»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”